Σε ένα σκοτεινό δάσος μια οικογένεια λύκων τρώει το πρωινό της.
- Λυκάκι μου τι θα φας σήμερα;
- Θα φάω ένα τόνο σαλάτα μπαμπά
- Σαλάτα; Γιατί δεν τρως ένα αρνάκι;
- Όχι είμαι φιλόζωος εξάλλου πρέπει να αδυνατίσω.
- Καλά καλά κάνε ότι θέλεις.
- Λυλάκι μπορείς να πας μούρα και λαχανικά στον παπιού σου γιατί είναι άρρωστος;
- Ναι. Είμαι έτοιμος . Για μπαμπά.
Το Λυκάκι περπατούσε χαρούμενο στο δάσος ,τραγουδούσε και μάζευε μούρα.
Ένας κυνηγός βγήκε μπροστά του.
- Γεια σου Που πας Λυκάκι;
- Πάω στον παππού μου που είναι άρρωστος λαχανικά και λίγα μούρα.
- Και που μένει ο παππούς σου;
- Ακριβώς μπροστά στο τέρμα του δρόμου.
- Γεια σου Λυκάκι.
Ο κυνηγός σκέφτηκε να τρέξει να φτάσει πρώτος στο σπίτι , να πιάσει πρώτα τον παππού και μετά το Λυκάκι και να τους φυλάκιση.
Όμως ο παππούς τον είδε από το παράθυρο και κρύφτηκε στην ντουλάπα.
- Παππού γεια σου ήρθα.
- Ακίνητος Λυκάκι. Ο παππούς σού δεν είναι εδώ γι αυτό θα πιάσω εσένα.
- Ακίνητος εσύ. Είπε ο παππούς πού βγήκε από την ντουλάπα.
- Μπράβο παππού και εσύ φύγε γρήγορα από εδώ πριν σε δείρουμε.
\Ο κυνηγός έφυγε και δον ξαναγύρισε ποτέ.
Και έζησαν όλοι καλά.
Πρόσωπα: Μπαμπάς Λύκος. Λυκάκι. Κυνηγός. Παππούς
Κυριάκος Μπουτουρίδης